Σύμφωνα με την Eurostat, στην Ελλάδα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που προωθούν online τα προϊόντα τους αντιστοιχεί μόλις στο 11% του συνολικού αριθμού των εταιρειών, με το μέσο Κοινοτικό όρο να βρίσκεται στο 40%. Ακόμη μικρότερος είναι ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων, που πωλούν online, καθώς αντιπροσωπεύουν ποσοστό μόλις 7% του συνόλου, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ είναι στο 19%. Είναι ηλίου φαεινότερο πως η μεγάλη ευκαιρία των μικρομεσαίων, για απόκτηση μεριδίου αγοράς, είναι τo internet. Θέλεις πωλήσεις; Επένδυσε online.
Αυτό που προβληματίζει είναι η παραδοξότητα του φαινομένου, πως εν μέσω κρίσης, εμείς οι μικρομεσαίοι, αντί να έχουμε “πέσει με τα μούτρα” στο web, τα στατιστικά δείχνουν μια καταθλιπτική στασιμότητα. Θα πηδηχτώ από το παράθυρο! Είναι δυνατόν; Σύμφωνα με τα παραπάνω στατιστικά, ναι είναι.
Αν επιχειρήσω να εμβαθύνω στην κατανόηση των αιτιών του φαινομένου θα ξεχώριζα τρεις κύριες αιτίες. Πρώτη αιτία, η λάθος νοοτροπία. Δεύτερη αιτία, η μυωπική προσέγγιση του “online επιχειρείν”. Τρίτη αιτία, το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς την νέα γενιά.
Πρώτη αιτία: Λάθος Νοοτροπία.
Η απόφαση για online παρουσία αντιμετωπίζεται ως δαπάνη και όχι ως επένδυση. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ουσιώδης. Αν αντιμετωπίσεις την online παρουσία σου ως “δαπάνη” τότε είσαι χαμένος από την αρχή. Μπαίνεις στην λογική της μείωσης του κόστους της δαπάνης και ο στόχος σου παύει να είναι η αύξηση των πωλήσεων δηλαδή η επένδυση προς επίτευξη ενός στόχου αλλά το να μην ξοδέψεις πολλά χρήματα.
Όμως, για σκέψου τον τρόπο που αντιμετωπίζεις ένα νέο προϊόν που φέρνεις προς πώληση. Το προμοτάρεις, του δίνεις χρόνο να το γνωρίσει η αγορά, δέχεσαι να το πωλείς με έκπτωση προκειμένου να το προωθήσεις, ενίοτε στήνεις ολόκληρη καμπάνια γύρω από αυτό, ενώ από πριν, έχεις αποδεχτεί ως απολύτως φυσιολογική την πιθανότητα “να μην πάει καλά” και να χάσεις χρήματα. Έτσι δεν είναι;
Αφού λοιπόν κάτι τόσο μικρό, όπως ένα νέο προϊόν, απολαμβάνει την στήριξή σου, πώς γίνεται μια τεράστια ευκαιρία ανάπτυξης του συνόλου της επιχείρησης να μην την αντιμετωπίζεις ως επένδυση αλλά ως δαπάνη; Η κύρια απάντηση κατά εμέ, είναι η ευκολία στο “μέτρημα”.
Στην φυσική επιχείρηση, βάζεις κάτω “χαρτί και μολύβι” και μπορείς να υπολογίσεις τον χρόνο, τα πάγια έξοδα, το κόστος απόκτησης προϊόντος, τα μεταφορικά, το επιθυμητό κέρδος κλπ, ώστε να βγάλεις ένα αποτέλεσμα, πχ “τόσα πρέπει να πουλήσω, σε τόσο χρόνο, για να έχω x κέρδος”. Η διαδικασία σε κάνει να νοιώθεις ασφαλής καθότι ΕΣΥ έχεις την γνώση, ΕΣΥ το υπολόγισες, ΕΣΥ το μετράς, ΕΣΥ το ελέγχεις.
Παρόλα αυτά, το web σε έλκει διότι ενστικτωδώς αντιλαμβάνεσαι ότι “κάτι παίζει εκεί”, όμως επειδή δεν το γνωρίζεις, δεν το ελέγχεις, δεν ξέρεις “πως γίνεται”, θα πρέπει να εμπιστευτείς κάποιον εξωτερικό συνεργάτη να κάνει την δουλειά για εσένα. Η όλη κατάσταση σου προκαλεί ανασφάλεια η οποία εκδηλώνεται με έναν σκεπτικισμό, με μια επιφυλακτικότητα για αυτό και η τελική αντιμετώπιση της όποιας online προσπάθειας ως δαπάνη και όχι ως επένδυση. Τα λέω καλά; (απαντάς στο τέλος του άρθρου)
Λοιπόν, η λύση στο θέμα είναι πολύ απλή. Κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις. Θέσε τον στόχο σου και κάνε τους υπολογισμούς σου. Αν ο συνεργάτης που επέλεξες ή που θα επιλέξεις γνωρίζει το αντικείμενο, θα χαρεί και θα σε βοηθήσει στον σωστό σχεδιασμό ενός πλάνου επίτευξης του στόχου. Σου λέω πως ο σχεδιασμός έχει την μαγική ιδιότητα να απομακρύνει την ανασφάλεια και μετατρέπει την αρχική επιφυλακτικότητα (λογική “δαπάνης”) σε αισιοδοξία και αποφασιστικότητα (φιλοσοφία “επένδυσης”).