Σαν σήμερα 29 Μαΐου 1453: «Εάλω η Πόλις»

Ο Ελληνισμός, σαν σήμερα 29 Μαΐου 1453, αποχαιρετά την Κωνσταντινούπολη. Οι Οθωμανοί, φυλή Τουρκομάνων από την ασιατική στέπα, έπειτα από αλλεπάλληλες επιθέσεις επιτυγχάνουν το «ακατόρθωτο».

29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη: Η πολιορκία της Πόλης κράτησε δυο μήνες (από 23 Μαρτίου έως 29 Μαΐου 1453) και έδωσε τη χαριστική βολή στους Έλληνες Ορθοδόξους στην Ανατολή. Ο Μεχμέτ Β΄ (γιατί αυτό είναι το πραγματικό όνομα του σουλτάνου ο οποίος μετέπειτα έλαβε το προσωνύμιο του Πολιορκητή από τον προφήτη…) οδήγησε 200.000 στρατό απέναντι σε 8.000 Έλληνες που έμειναν να υπερασπίζονται την Κωνσταντινούπολη, ματαίως. Ο Σουλτάνος θα επιμείνει στην διατήρηση του πρώτου Πατριαρχείου, μάλιστα επαναφέρει το Γεννάδιο Σχολάριο από την Αδριανούπολη όπου ως αιχμάλωτος είχε μεταφερθεί και καθιστά το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως το μακροβιότερο θεσμό παγκοσμίως.   

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος έμεινε μέχρι τελευταία στιγμή να πολεμάει για την υπεράσπιση των τειχών, όμως επειδή το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, η μνήμη του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα έγινε η θρυλική μορφή της λαϊκής μούσας. Το τουρκικό σαρίκι μέσα στη Βασιλεύουσα πυροδοτεί τη λογοτεχνική παραγωγή των Θρήνων, ένα είδος της δημοτικής ποίησης που μας απασχολούν στην Ελλάδα ως η νεότερη παραγωγή τραγουδιών στον Νέο Ελληνισμό.

Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς

Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.

Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.

Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».

Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».

Το Bezant, το βυζαντινό χρυσό νόμισμα μετά την οθωμανική άλωση εξακολούθησε να είναι σε χρήση, μέγιστη απόδειξη της οικονομικής ισχύος των Βυζαντινών. Εάν η Α΄ Άλωση το 1204 από τους Φράγκους Σταυροφόρους είναι το πιο επονείδιστο σημείο του Χριστιανισμού, η τουρκική Β΄ Άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι το σημαντικότερο τραγικό γεγονός του ελληνορθόδοξου κόσμου και το ανυπέρβλητο συμβάν της Αναγέννησης για την Ανατολή και για τη Δύση. Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Παλαιολόγους το 1261 ανοίγει την αυλαία για την τελευταία πράξη του ελληνισμού στην Ανατολή. Οι Τούρκοι είχαν απομονώσει τους Βυζαντινούς στρατιωτικά από τα τέλη του 14ου αιώνα όταν κατέλαβαν την Αδριανούπολη (1368) και ίδρυσαν εκεί την πρωτεύουσα του ήδη αχανούς οθωμανικού κράτους.  Ο ιερός πόλεμος των μουσουλμάνων σφίγγει το τείχος της Ρούμελης απέναντι από το Βόσπορο και για έναν αιώνα οι Βυζαντινοί έγιναν μάρτυρες του ιερού πολέμου του Μωάμεθ.  

Ο Μέγας Κωνσταντίνος στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ. για λόγους γεωπολιτικής στρατηγικής και ελέγχου των ανατολικών πληθυσμών μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην ιταλική χερσόνησο στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο. Η Νέα Ρώμη έκτοτε διασώζει τον πολιτισμό της ύστερης αρχαιότητας και αναπτύσσει δικό της πολιτισμό, τον αποκαλούμενο Μεσαιωνικό Βυζαντινό Πολιτισμό. Η μακραίωνη ιστορία χιλίων και πλέον ετών, που σηματοδοτεί η Νέα Ρώμη, μετέπειτα η βυζαντινή Κωνσταντινούπολη με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης και προόδου απότομα τερματίζει το 1453 και αυτό είναι αμετάκλητο.    

alosi2.jpg
alosi2.jpg

Ο Βυζαντινός Πολιτισμός κληροδοτείται στη Δύση από τους πρόσφυγες προς τα μεγάλα νησιά του λατινοκρατούμενου ελληνισμού όπως η Κύπρος, η Ρόδος, τα Επτάνησα και η Κρήτη όπου γονιμοποίησε την τέχνη και τα γράμματα. Μεγάλος αριθμός προσφύγων βρήκε καταφύγιο στη Βενετία και η Βασιλεύουσα ως η διασημότερη πόλη του τότε γνωστού κόσμου με τους 50.000 κατοίκους δεν λησμονήθηκε ποτέ. Η συνείδηση των ανθρώπων θέλει την Κωνσταντινούπολη ως λίκνο των ελληνορθόδοξων πληθυσμών και αυτό δεν αλλάζει εύκολα σε παγκόσμιο επίπεδο.

ΠΗΓΗ:

https://www.ethnos.gr/history/article/158861/sanshmera29maioy1453ealohpolis

Αρχαία Αγορά Αθήνας – Ο ναός του Ηφαίστου

Ο ναός του Ηφαίστου στον Αγοραίο Κολωνό, γνωστός και ως «Θησείο», αποτελεί το καλύτερα σωζόμενο δείγμα δωρικού ναού στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σπουδαία μνημεία του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή. Οικοδομήθηκε λίγο μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. (446-442 π.Χ.) και ήταν αφιερωμένος στον Ήφαιστο και την Αθηνά Εργάνη, στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού που δεσπόζει στα δυτικά της πλατείας της Αγοράς. Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο με μετόπες στην ανατολική πλευρά και στις ανατολικές γωνίες της βόρειας και της νότιας πλευράς, ιωνική ζωφόρο πάνω από την περίσταση στον πρόναο και αετώματα που σώζονται σε κακή κατάσταση. Επέζησε των επιδρομών των Ερούλων και των Γότθων και μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τον 7ο αιώνα, χρήση την οποία διατήρησε έως το 1833. Από τότε λειτούργησε ως μουσείο, ενώ μετά το 1950 ερευνήθηκε ανασκαφικά το εσωτερικό του.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣΤαύτιση του κτιρίου
Ο ναός του Ηφαίστου στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού αναφέρεται από τον Παυσανία στην περιήγησή του στην Αγορά της Αθήνας. Η ταύτιση θεωρείται σχετικά ασφαλής, αν και ο Παυσανίας ακολουθεί ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σχήμα κατά την πορεία της αφήγησής του, που προβληματίζει ιδιαίτερα τους σύγχρονους μελετητές: συγκεκριμένα, αναφέρεται στο Ηφαιστείο, αφού προηγουμένως έχει περιγράψει τα μνημεία έως και έξω από τα όρια της πλατείας της Αγοράς, σταματώντας στο Ελευσίνιο.
Κατόπιν περιγράφει το ιερό της Ουρανίας Αφροδίτης. Με βάση το δρομολόγιο που περιγράφει ο Παυσανίας ταυτίστηκε ο συγκεκριμένος βωμός με αυτόν του ιερού της Αφροδίτης. Η ταύτιση ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ανακαλύφθηκαν ίχνη από τον περίφημο κήπο του Ηφαιστείου, αλλά και από τη γενικότερη συγκέντρωση εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας γύρω από το ναό. Ο Αρποκρατίων στο λεξικό του (βλ. λ. «κολωνέτας») αναφέρει ότι το ιερό του Ηφαίστου βρισκόταν, μαζί με το Ευρυσάκειο, στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού. Η θέση του Ευρυσάκειου έχει ταυτιστεί με βάση την επιτόπια εύρεση επιγραφών στις παρυφές και πάνω στον εν λόγω λόφο, νότια του ναού.
Στη θέση του ναού βρέθηκαν παλιότερα κατάλοιπα που περιλαμβάνουν μυκηναϊκά, γεωμετρικά και αρχαϊκά ευρήματα, τα οποία όμως δεν πιστοποιούν την προηγούμενη παρουσία κάποιας λατρείας στο συγκεκριμένο χώρο πριν από την ανέγερση του ναού.
Πάντως, κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί και άλλες θεωρίες. Αρχικά πιστευόταν ότι ήταν το Θησείο. Μια εναλλακτική πρόταση θέλει το ναό αφιερωμένο στην Αρτέμιδα Εύκλεια. Η E.B. Harrison, με αφορμή τη μελέτη των λατρευτικών αγαλμάτων, αλλά και του γλυπτού διακόσμου του ναού, διατύπωσε αμφιβολίες αναφορικά με την ταύτισή του με το Ηφαιστείο.

Περιγραφή του κτιρίου

Το Ηφαιστείο είναι το πιο εντυπωσιακό μνημείο της Αγοράς της Αθήνας και προφανώς το πιο πλούσια διακοσμημένο. Πράγματι ως προς τον πλούτο και την ποιότητα του γλυπτού του διακόσμου μόνον ο Παρθενώνας το ξεπερνά.
Ο ναός σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση, καθώς επέζησε των σεισμών και των καταστροφών που συνέβησαν στην πλευρά εκείνη της Αγοράς της Αθήνας, αλλά και της πολύ σοβαρότερης απειλής που αποτελούσε η λατόμηση του υλικού του για δεύτερη χρήση. Η αιτία είναι η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό.
Τα υλικά δόμησης ποικίλλουν: η κατώτερη βαθμίδα της κρηπίδας είναι στρωμένη με πλάκες από πωρόλιθο, ενώ οι δύο ανώτερες βαθμίδες και η ανωδομή ήταν από πεντελικό μάρμαρο. Ο γλυπτός διάκοσμος αντίθετα, καθώς και ορισμένα τμήματα της οροφής, ήταν από παριανό μάρμαρο.
Η σχεδίαση του κτιρίου προηγείται αυτής του Παρθενώνα: ακολουθείται το συντηρητικό σχέδιο του περίπτερου δίστηλου διπλού σε παράταξη, με 6 κίονες στην πρόσοψη και 13 στη μακρά πλευρά. Πάντως, έχει διατυπωθεί πειστικά η υπόθεση ότι ο αρχιτέκτονας, βλέποντας το έργο του Ικτίνου και του Καλλικράτη στον Παρθενώνα (του οποίου η οικοδόμηση άρχισε το 447 π.Χ.), πρόσθεσε την εσωτερική δίτονη κιονοστοιχία σε σχήμα Π, από την οποία βέβαια διατηρούνται ελάχιστα ίχνη. Και η ιωνική ζωφόρος πάνω από τον πρόναο και τον οπισθόδομο θεωρείται ότι επηρεάζεται από την αντίστοιχη τολμηρή χρήση του ιωνικού αυτού διακριτικού σε δωρικό κτήριο που εγκαινιάζει ο Παρθενώνας.
Ο πρόναος ήταν βαθύτερος από τον οπισθόδομο, λόγω και των ιδιαιτεροτήτων του γλυπτού διακόσμου του. Οι μετόπες είχαν ύψος 0,83 μ.

Η στέγη
Η στέγη του ναού ήταν ξύλινη στο εσωτερικό του σηκού, ενώ αντίθετα η στέγαση του πτερού εξασφαλιζόταν με τη συναρμογή μαρμάρινων δοκών και φατνωματικών πλακών. Η περίτεχνη στέγη αποτελεί ένα από τα περιπλοκότερα δείγματα του είδους, και γι’ αυτό έχει μελετηθεί διεξοδικά. Τα φατνώματα είχαν λαξευτεί σε μεγάλο βαθμό στο κάτω μέρος των πλακών, προκειμένου να μειώνεται το υπερκείμενο βάρος. Η πρακτική αυτή, αν και συνήθης σε αρκετά κτήρια, εκτελείται εδώ με μοναδικό τρόπο: ο ουρανός κάθε φατνώματος είχε λαξευτεί ως ανεξάρτητο κομμάτι και μπορούσε να απομακρυνθεί. Επιπλέον, κάθε ουρανός ταίριαζε ακριβώς με ένα μόνο συγκεκριμένο φάτνωμα.

Η χρονολόγηση της οικοδόμησης
Η πεποίθηση του W.B. Dinsmoor ότι ο ναός αποτελεί το πρώτο από τα τέσσερα μνημεία που αποδίδονται στον ίδιο αρχιτέκτονα και χτίστηκαν σχεδόν διαδοχικά σε σχετικά μικρό διάστημα, στο γ’ τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., αποτελεί την ευρύτερα αποδεκτή σήμερα άποψη. Συγκεκριμένα, ο λεγόμενος «αρχιτέκτονας του Ηφαιστείου» έχτισε πρώτα το Ηφαιστείο (449-444 π.Χ.) και μετά το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο (444-436 π.Χ.), το ναό του Άρη, που στην πραγματικότητα είναι ο ναός της Αθηνάς στην Παλλήνη (436-432 π.Χ.), και το ναό της Νέμεσης στη Ραμνούντα.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στη διάρκεια των εργασιών, ο αρχιτέκτονας προσάρμοζε ορισμένες λεπτομέρειες στο σχεδιασμό, στο σχέδιο του Παρθενώνα, ο οποίος υπήρξε σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσής του. Κάτι τέτοιο φανερώνει μια σχετική βραδύτητα στην ολοκλήρωση του ναού. Πράγματι, θεωρείται ότι η ανωδομή δεν είχε αποπερατωθεί πριν από το 420 π.Χ.
Άλλες απόψεις, μεταξύ των οποίων και η θεωρία του Boersma, που την ασπάζονται και οι Ιταλοί αρχαιολόγοι Cruciani και Fiorini, αποδίδουν την ανέγερση του ναού (ή απλώς τη σύλληψη του σχεδίου του καθώς και του εικονογραφικού διακόσμου) στην περίοδο της παντοδυναμίας του Κίμωνα, γύρω στο 460 π.Χ.

Το λατρευτικό άγαλμα
Ο Παυσανίας αναφέρεται ιδιαίτερα στα χάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς που στεγάζονταν στο εσωτερικό του ναού. Τα αγάλματα ήταν έργα του σπουδαίου Αθηναίου γλύπτη Αλκαμένη και πρέπει να εκτελέστηκαν στο διάστημα μεταξύ 421 και 415 π.Χ., όταν η ειρήνη του Νικία επέτρεψε, έως την περίοδο της Σικελικής εκστρατείας, την ανάκαμψη των οικονομικών της Αθήνας και τη συνέχιση των οικοδομικών έργων. Τίποτε δε σώζεται από αυτά, αν και υπάρχουν αρκετές θεωρίες αποκατάστασής τους.
Το ενδιαφέρον του περιηγητή επικεντρώνεται στα γαλάζια μάτια της Αθηνάς, τα οποία συνδέει με τη λιβυκή παράδοση ότι η θεά ήταν κόρη του Ποσειδώνα. Ο Βαλέριος Μάξιμος αναφέρεται στο θαυμαστό τρόπο με τον οποίο ο Αλκαμένης απέκρυψε το ιδιαίτερο ανατομικό χαρακτηριστικό του θεού, τη χωλότητά του, κάτω από το ένδυμά του, χωρίς όμως να την εξαφανίσει πλήρως.

Ο γλυπτός διάκοσμος
Το Ηφαιστείο κοσμείται με ένα ιδιαίτερα περίτεχνο και πλούσιο σε συμβολισμούς γλυπτό διάκοσμο. Ο διάκοσμος αυτός, όπως απέδειξε αρκετά πειστικά ο Morgan, ανήκει στο διάστημα μετά το 421 π.Χ. Η διατήρηση των περισσότερων μετοπών είναι σήμερα κακή, επειδή η μετατροπή του ναού σε χριστιανική εκκλησία οδήγησε τους χριστιανούς στη συστηματική καταστροφή των κεφαλιών των περισσότερων μορφών. Επέζησαν μόνο μορφές που συμβόλιζαν τις δυνάμεις του κακού και συντρίβονταν (π.χ. ο Μινώταυρος), καθώς ταυτίστηκαν με το Σατανά και την τιμωρία του.
Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς, σήμερα πολύ φθαρμένες, καθώς οι πιο πολλές κεφαλές έχουν πελεκηθεί από χριστιανούς, παρουσίαζαν τους άθλους του Ηρακλή. Η πλευρά αυτή του ναού ήταν ορατή και ιδιαίτερα προβεβλημένη στα μάτια των θεατών που βρίσκονταν στην πλατεία της Αγοράς. Οι 10 μετόπες της πλευράς αυτής παρουσίαζαν: την πάλη του ήρωα με το λιοντάρι της Νεμέας, τη θανάτωση της Λερναίας Ύδρας, τη σύλληψη του Ελαφιού της Άρτεμης, τη σύλληψη του Ερυμάνθιου Κάπρου, την απόκτηση των αλόγων του Διομήδη, τη μεταφορά του Κέρβερου στον Άνω Κόσμο από τον Άδη, την πάλη του Ηρακλή με τη βασίλισσα των Αμαζόνων, το επεισόδιο της θανάτωσης του Γηρυόνη και της αρπαγής των βοδιών του (σε δύο μετόπες), καθώς και την απόκτηση των μήλων των Εσπερίδων.
Οι άθλοι του Θησέα παρουσιάζονται στις μετόπες της βόρειας και της νότιας μακράς πλευράς, που περιβάλλουν την ανατολική πρόσοψη έως τον τρίτο κίονα. Συγκεκριμένα, στη βόρεια πλευρά εμφανίζονται τέσσερις άθλοι: η μάχη με το Χοίρο του Κρομμύωνος, η εξόντωση του Σκίρωνα, του Κερκύονα και του Προκρούστη. Στη νότια πλευρά εμφανίζονται οι άθλοι της εξόντωσης του Περιφήτη, του Σίνη του Πιτυοκάμπτη, της σύλληψης του Ταύρου του Μαραθώνα και της θανάτωσης του Μινώταυρου, που αποτελεί το λαμπρότερο και περισσότερο αναγνωρίσιμο άθλο του Αθηναίου ήρωα.
Η παρουσία του Θησέα έδωσε αφορμή για τη λανθασμένη ταύτισή του με το Θησείο και συνεπώς με τη διαιώνιση του λάθους, καθώς το όνομα αυτό πήρε ολόκληρη η συνοικία που περιβάλλει το μνημείο. Ιωνική συνεχής ζωφόρος κοσμούσε το επιστύλιο πάνω από τους κίονες και τις παραστάδες του πρόναου, στο εσωτερικό του πτερού. Το θέμα της ζωφόρου ήταν η μάχη του Θησέα με τους Παλλάδες, που επίσης διεκδικούσαν το θρόνο του Αιγέα, του πατέρα του Θησέα και βασιλιά της Αθήνας. Ανά τρεις εμφανίζονται έξι θεότητες που συμμετέχουν ή παρίστανται στη μάχη: η Αθηνά, η Ήρα και ο Δίας στην αριστερή πλευρά, ο Ήφαιστος, η Ιπποδάμεια και ο Ποσειδώνας στη δεξιά πλευρά. Ο ήρωας εμφανίζεται στο κέντρο να μάχεται τους αντιπάλους του, οι οποίοι του πετούν βράχους. Συμπληρωνόταν με αυτό τον τρόπο ένα ορθογώνιο διακοσμημένο με γλυπτά, οριζόμενο από την ανατολική πλευρά, τις βορειοανατολικές και νοτιοανατολικές γωνίες και τον πρόναο. Τέλος, ιωνική ζωφόρος υπήρχε και πάνω από τον οπισθόδομο. Εδώ παρουσιαζόταν, σε συνεχή αφηγηματική διάταξη, η περίφημη διαμάχη του Θησέα και του Πειρίθου με τους Κενταύρους του Πηλίου, η περίφημη θεσσαλική Κενταυρομαχία. Στο κέντρο της ζωφόρου δέσποζε η δημοφιλής σύνθεση με τους δύο Κενταύρους που καταχώνουν τον ανίκητο από όπλα Καινέα στη γη, παρά την προσπάθεια του Θησέα να σπεύσει σε βοήθεια του Θεσσαλού ήρωα.
Τα αετώματα σώζονται σε πολύ αποσπασματικό βαθμό. Η παρουσία τους υποδηλώνεται από την ύπαρξη οπών στο έδαφος των αετωμάτων για την ένθεση και τη στερέωση γλυπτών. Κάποια θραύσματα γλυπτών, που ανακαλύφτηκαν στον περιβάλλοντα χώρο και φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο της Αγοράς στη Στοά του Αττάλου, πιστεύεται ότι ενδεχομένως αποτελούν τμήματα των αετωμάτων. Είναι από παριανό μάρμαρο, όπως και οι μετόπες και οι ιωνικές ζωφόροι: το καλύτερα σωζόμενο θραύσμα απεικονίζει μια γυναίκα που κουβαλά μια άλλη γυναίκα στην πλάτη της, ένα παιχνίδι που ήταν γνωστό ως εφεδρισμός. Άλλα γλυπτά, όπως ο κορμός μιας γυναικείας μορφής ντυμένης μ’ έναν εξαιρετικά διάφανο χιτώνα, πιστεύεται ότι ίσως να αποτελούσαν τα ακρωτήρια του ναού.

Τελετουργίες
Στο ναό λατρεύονταν ο Ήφαιστος, ως προστάτης της μεταλλουργίας, και η Αθηνά Εργάνη, η προστάτιδα όλων των χειροτεχνών της πόλης. Η κυριότερη γιορτή του Ήφαιστου ήταν τα Ηφαίστεια, των οποίων η ημερομηνία τέλεσης στο αθηναϊκό ημερολόγιο είναι άγνωστη. Σύμφωνα όμως με την E. Simon, η εορτή πρέπει να τελούνταν κατά τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, το Μουνυχίωνα. Κύρια πηγή γνώσης για την εορτή αποτελεί μια αποσπασματική επιγραφή του 422 π.Χ., που αφορά την αναδιοργάνωσή της.
Οι σημαντικότερες εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εορτή αυτή είναι οι διθυραμβικοί χοροί προς τιμήν του θεού, η λαμπαδηδρομία και η πομπή προς το ιερό, που κορυφωνόταν με τη θυσία μεγάλου αριθμού κατσικιών. Η θέση της συγκεκριμένης αγωνιστικής τελετής στην εορτή δικαιολογείται από το ρόλο του Ηφαίστου ως θεότητας της φωτιάς. Η λαμπαδηδρομία είναι συχνό θέμα των αττικών αγγειογραφιών, αλλά επειδή η συγκεκριμένη τελετή συνδέεται και με άλλες γιορτές (Παναθήναια και γιορτές προς τιμήν του Προμηθέα, του Πάνα και της θρακικής θεάς Βένδιδος) δεν είναι πάντοτε εφικτό να συμπεράνουμε αν παρουσιάζεται η συγκεκριμένη λαμπαδηδρομία του Ήφαιστου.

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣΟ κήπος
Ο κήπος που περιέβαλλε το Ηφαιστείο αποτελούσε από μόνος του σημαντικό αξιοθέατο, όπως φαίνεται και από την αφήγηση του Παυσανία, στην οποία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε αυτόν. Ο κήπος, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα που προέκυψαν από την εκτεταμένη έρευνα της D. Thompson, δημιουργήθηκε κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. Εκεί ανασκάφηκαν, σε κανονικά διαστήματα, μεγάλες πήλινες γλάστρες όπου ήταν φυτεμένα θάμνοι και δενδρύλλια σε δύο σειρές κατά μήκος της νότιας και της βόρειας πλευράς και σε τρεις κατά μήκος της δυτικής πλευράς του ναού. Στη θέση τους έχουν σήμερα φυτευτεί ροδιές στα πλησιέστερα στο ναό σημεία και μυρτιές στα πιο απομακρυσμένα, ενώ οι γλάστρες φυλάσσονται στο Μουσείο της Αγοράς, στη Στοά του Αττάλου.

ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣΎστερη ιστορία του κτιρίου
Ενδιαφέρουσα είναι η ύστερη ιστορία του κτιρίου. Αποτελεί ένα από τα λιγοστά μνημεία που δεν υπέστησαν καταστροφές, ούτε στη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων το 267 μ.Χ. ούτε και κατά την επιδρομή των Γότθων, στα τέλη του 4ου αιώνα. Μετατράπηκε σε ναό του Αγίου Γεωργίου τον 7ο αιώνα, γεγονός που εξηγεί τόσο τη συστηματική καταστροφή των μετοπών όσο και την άριστη διατήρηση του σημαντικότερου τμήματος της ανωδομής του, πλην της στέγης. Ο ναός άλλαξε προσανατολισμό: η κύρια είσοδος ήταν στον οπισθόδομο, ενώ ο πρόναος μετατράπηκε σε αψίδα. Δύο είσοδοι ανοίχτηκαν στις άκρες των μακρών πλευρών, ενώ ένας τρούλος χτίστηκε πάνω από το σηκό. Η σημερινή λίθινη στέγη που καλύπτει τον κυρίως ναό πρέπει να τοποθετήθηκε τη Μεσαιωνική περίοδο, αντικαθιστώντας την ξύλινη στέγη του αρχικού σχεδίου.
Κατά την Ύστερη Βυζαντινή και την Οθωμανική περίοδο στον περιβάλλοντα χώρο έγιναν αρκετές ταφές. Στο εσωτερικό του ναού ενταφιάστηκαν και όσοι διακεκριμένοι προτεστάντες επισκέπτες πέθαναν στην πόλη, ιδιαίτερα εκείνοι οι οποίοι συμμετείχαν στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821-1828. Το 1834 τελέστηκε στο ναό δοξολογία για να τιμηθεί ο ερχομός του Όθωνα και η ανακήρυξη της πόλης σε πρωτεύουσα του βασιλείου της Ελλάδος. Μετά το 1833 ο ναός μετατράπηκε σε μουσείο, όπου φυλάσσονταν τα ευρήματα από την πόλη των Αθηνών, έως το 1937, όταν οι αρχαιότητες απομακρύνθηκαν και διεξήχθησαν ανασκαφικές έρευνες γύρω και εντός του ναού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρχαία Αγορά της Αθήνας – Άρειος Πάγος. Σύντομο Ιστορικό και Περιήγηση, Έκδοση της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως (Αθήνα 2004).
BOERSMA, J.S., Athenian Building Policy from 561/560 to 405/404 B.C. (Scripta Archaeologica Groningana 4, Groningen 1970).
CAMP, J.Μ ΙΙ, The Athenian Agora: A Guide to the Excavation and Museum (Αθήνα 1990).
CAMP, J.Μ ΙΙ, The Athenian Agora, A Short Guide to the Excavations, Excavations of the Athenian Agora, Picture Book no 16, American School of Classical Studies (Princeton 2003).
CAMP, J.Μ ΙΙ, Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας. Οι ανασκαφές στην καρδιά της κλασικής πόλης (Αθήνα 2004).
CRUCIANI, M. – FIORINI, C., I modelli del moderato. La Stoa Poikile e l’ Hephaisteion di Atene nel programma edilizio cimoniano (Napoli 1998).
DELIVORRIAS, A., Attische Giebelskulpturen und Akrotere (Tübingen 1974).
DINSMOOR, W.B., Observations on the Hephaisteion (Hesperia Suppl. 5, Princeton 1941).
DINSMOOR, W.B., «The Roof of the Hephaisteion», American Journal of Archaeology 80 (1976).
DÖRIG, H., La frise est de l’Héphaisteion (Genève 1985).
GRUBEN, G., Ιερά και Ναοί της Αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 2000).
HARRISON, E.B., «Alkamenes’ Sculptures for the Hephaisteion: Part I, Iconography and Style. Part II, The Base. Part III, The Cult Statues», American Journal of Archaeology (1977).
KOCH, H., Studien zu Theseustempel in Athen (Berlin 1955).
LAWRENCE, A.W., Greek Architecture, αναθεώρηση από R.A. Τomlinson (New Haven – London 1996).
MORGAN, Ch.H., «The Sculptures of the Hephaisteion, Ι. ΙΙ. The Friezes», Hesperia (1962).
MORGAN, Ch.H., «The Sculptures of the Hephaisteion, ΙΙΙ. The Pediments, Akroteria and Cult Images», Hesperia (1963).
THOMPSON, D.B., «The Garden of Hephaistos», Ηesperia, 1937.
THOMPSON, H.A., «The Pedimental Sculpture of the Hephaisteion», Hesperia (1949).
THOMPSON, H.A. – WYCHERLEY, R., The Agora of Athens. The American Excavations in the Athenian Agora, vol. XIV, American School of Classical Studies at Athens (Princeton 1972).
TRAVLOS, J., Pictorial Dictionary of Ancient Athens (Princeton 1971).
WYATT, W.F.Jr. – EDMONSON, C.N., «The Ceilings of the Hephaisteion», AJA 88 (1984).
WYCHERLEY, R., The Agora of Athens. Literary and Epigraphic Testimonia, The American Excavations in the Athenian Agora, vol. III, American School of Classical Studies at Athens (Princeton 1957).
WYCHERLEY, R., The Stones of Athens (Princeton 1978).

πηγή:

https://history-pages.blogspot.com/search/label/%CE%9D%CE%B1%CF%8C%CF%82%20%CE%97%CF%86%CE%B1%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85

Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι

Ως γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ.

Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.

Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.

Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία. Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.

Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.

Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς. Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.

Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.

Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) και τον Άρειο. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.

Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.

Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας (τιμάται 21 Φεβρουαρίου). Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του νά προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.

Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».

Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους. Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.

Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.

Σημείωση: Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Άγιος Κωνσταντίνος κατηχήθηκε και βαπτίστηκε από τον Άγιο Σιλβέστρο, Πάπα Ρώμης (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Διαβάστεεδώ την πολύ ωραία ανάλυση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη σχετικά με το θέμα αυτό.

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.

Μεταξύ των ετών 272 – 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.

Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή). Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.

Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.

Source: Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι

Γιατί δεν ανέκτηθηκε ποτέ η Μικρά Ασία;


ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΟ
Σ

Μετά τη μάχη του Μανζτικέρτ και εκμεταλλευόμενοι τους βυζαντινούς εμφυλίους πολέμους, οι Σελτζούκοι Τούρκοι και οι νομαδικές φυλές των Τουρκομάνων από τα βάθη της Ασίας μπόρεσαν να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας μέσα σε 10 μόλις χρόνια, από το 1071 ως το 1081. Είτε με το σπαθί είτε συνεργαζόμενοι με Βυζαντινούς άρχοντες που είχαν επαναστατήσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης, οι Τούρκοι κατέλαβαν σημαντικές πόλεις, χρησιμοποιώντας τη Σμύρνη ως ορμητήριο εναντίον του Αιγαίου και τη Νίκαια ως πρωτεύουσα, όπου ίδρυσαν το σουλτανάτο του Ρουμ, της Ρωμανίας, δηλαδή των βυζαντινών εδαφών.

Απασχολημένος με τη νορμανδική εισβολή στην Ήπειρο, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, ο βυζαντινός  αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1081-1118) αναγκάστηκε να αποσύρει τις λίγες δυνάμεις που είχαν απομείνει στη Μικρά Ασία (στην Παφλαγονία, την Καππαδοκία και το Χώμα της Φρυγίας) και να τις στείλει στην Ευρώπη. Αφού με καταδρομικές επιχειρήσεις ναυτικού και στρατού μπόρεσε να διώξει τους Τούρκους από τα παράλια της Προποντίδας (θάλασσα του Μαρμαρά), ο Αλέξιος υπέγραψε συμφωνία με τον σουλτάνο της Νίκαιας και τον αναγνώρισε ως ηγεμόνα.

Μόλις όμως απομακρύνθηκε η νορμανδική απειλή, ο Αλέξιος στράφηκε ξανά στην Μικρά Ασία, πρώτα απ’ όλα εκκαθαρίζοντας τους Τούρκους πειρατές από το Αιγαίο και ελευθερώνοντας την Λέσβο και την Χίο από την πολιορκία τους. Η διέλευση της Α’ Σταυροφορίας από την Μικρά Ασία υπήρξε μεγάλη ευκαιρία για τους Βυζαντινούς, καθώς, με την βοήθεια των Λατίνων, ανέκτησαν τη Νίκαια και μεγάλο μέρος της δυτικής Μικράς Ασίας. Την ίδια εποχή, ο Πόντος αντιστεκόταν υπό την ηγεσία της αρχοντικής οικογένειας των Γαβράδων. Στα νότια, οι βυζαντινές στρατιές έφτασαν μέχρι την Κιλικία και την Συρία.

Υποδουλώσεις και λεηλασίες

Τα νέα σύνορα του Βυζαντίου στην ανατολή, όπως διαμορφώθηκαν με αυξομειώσεις τον καιρό των τριών μεγάλων Κομνηνών αυτοκρατόρων (Αλέξιος Α’, Ιωάννης Β’ 1118-1143, Μανουήλ Α’ 1143-1180), παρουσίαζαν σοβαρές δυσκολίες. Κοιτώντας ένα σύγχρονο χάρτη, η βυζαντινή αντεπίθεση στην Μικρά Ασία μοιάζει εντυπωσιακή. Τα ρωμαϊκά όπλα απελευθέρωσαν το σύνολο των παραλίων, από τα όρια της Υπερκαυκασίας μέχρι την Συρία, ενώ η δυτική ενδοχώρα της Μικράς Ασίας πλησίαζε την Άγκυρα και το Αμόριο στο εσωτερικό. Όμως, ο έλεγχος αυτός ήταν σε μεγάλο βαθμό φασματικός. Ο πληθυσμός είχε ήδη αλλοιωθεί, και μάζες νομάδων Τουρκομάνων διαρκώς ωθούνταν προς τα δυτικά, προχωρώντας σε διαρκείς επιδρομές όπως οι Άραβες τον 7ο και 8ο αιώνα.

Η αποσάρθρωση του θεσμού των θεμάτων και των ελεύθερων καλλιεργητών – στρατιωτών σήμαινε πως δεν υπήρχαν αξιόπιστες τοπικές άμυνες, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας και οι στρατηγοί να πρέπει να εκστρατεύουν ξανά και ξανά από την Κωνσταντινούπολη, ενώ πολύ συχνά οι Τούρκοι επανέρχονταν αμέσως μετά την απόσυρση των Βυζαντινών. Πόλεις και περιοχές άλλαζαν πολύ συχνά χέρια, με τις σφαγές, τις υποδουλώσεις και τις λεηλασίες να αποψιλώνουν τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό, την ίδια στιγμή που οι πόλεις ερειπώνονταν, το εμπόριο παρήκμαζε, οι συγκοινωνίες γίνονταν επικίνδυνες και η γη δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί με ασφάλεια. Ο βυζαντινός έλεγχος ήταν πιο σταθερός όπου υπήρχαν φυσικά εμπόδια, όπως οι Ποντιακές Άλπεις, και σε σημαντικές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως η Πέργαμος, η Φιλαδέλφεια, η Νίκαια, οι Σάρδεις κ.α. Οι Κομνηνοί δημιούργησαν μία σειρά οχυρών θέσεων στα ανατολικά σύνορα, σε μία προσπάθεια ανακοπής των τουρκικών επιδρομών, όπως στο Δορύλαιο, με μέτρια επιτυχία.

Ακόμη όμως και οι ατελείς σημερινοί χάρτες προδίδουν άμεσα μία ακόμη ζοφερή πραγματικότητα. Οι βυζαντινές γραμμές ήταν εξαιρετικά εκτεταμένες. Η επικράτεια που ανακτήθηκε από τους Κομνηνούς είχε μία συμπαγή μάζα μόνο σε ένα μέρος της δυτικής Μικράς Ασίας. Δύο επιμήκεις προεκτάσεις, μία προς τον Πόντο και μία προς την Συρία, περικύκλωναν τις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στο οροπέδιο της κεντρικής και ανατολικής Μικράς Ασίας. Η επικοινωνία της μίας περιοχής με την άλλη, και ακόμη χειρότερα η αποστολή στρατευμάτων, ήταν δύσκολη υπόθεση, καθώς οι παλιές οδικές αρτηρίες περνούσαν μέσα από το κέντρο της χερσονήσου, πλέον υπό τουρκικό έλεγχο. Οι Τούρκοι, από την μέση θέση τους, μπορούσαν να πλήξουν τους Βυζαντινούς κατά το δοκούν, προς τον βορρά, την δύση και το νότο, να αποκόπτουν την μία περιοχή από την άλλη και να απειλούν τα νώτα και τις γραμμές εφοδιασμού των αυτοκρατορικών στρατών.

Η μάχη του Μυριοκεφάλου.

Η προέλαση των Βυζαντινών στο εσωτερικό γινόταν όλο και δυσκολότερη, καθώς όσο απομακρύνονταν από την ακτή τόσο εξέλιπαν οι σημαντικές πόλεις – βάσεις, οι πηγές εφοδιασμού και οι φιλικοί ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί. Ακολουθώντας τακτική καμμένης γης, οι Τούρκοι οδήγησαν σε αποτυχία τις εκστρατείες του Αλεξίου Α’ και του Μανουήλ Α’ κατά του Ικονίου (1116 και 1146 αντίστοιχα). Ούτε οι διελεύσεις σταυροφορικών στρατών το 1101 και 1147 προσέφεραν αποτελέσματα τα οποία να μπορούν να εκμεταλλευτούν οι Βυζαντινοί. Οι παραλληλισμοί με την θέση της Ελλάδας στην Ιωνία κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922), και το τι αντιμετώπισε ο Ελληνικός στρατός απέναντι στους Κεμαλικούς και τους τσέτες, είναι αναπόφευκτοι.

Ο Ιωάννης και ο Μανουήλ Κομνηνός εκστράτευσαν ακούραστα και επανειλημμένα στην Μικρά Ασία, πετυχαίνοντας περιφανείς νίκες και σφυροκοπώντας το Σουλτανάτο του Ρουμ (πλέον έδρευε στο Ικόνιο), το εμιράτο των Δανισμενδιδών στη βόρειο Μικρά Ασία και τις διάφορες φυλές των Τουρκομάνων. Η Φρυγία όμως (μεταξύ Ιωνίας και Άγκυρας) παρέμενε μία ρημαγμένη γκρίζα ζώνη, μία no man’s land της οποίας η καταστροφή και ερήμωση ευνοούσε τους αεικίνητους και σκληραγωγημένους νομάδες. Ο Μανουήλ Κομνηνός, παρότι ασκούσε εξωτερική πολιτική πολυπράγμονα και παραμέλησε συχνά το μικρασιατικό μέτωπο χάριν των δυτικών κοσμοκρατορικών φιλοδοξιών του, κέρδισε πολλές μάχες και το 1162 εξανάγκασε τον σουλτάνο του Ικονίου, Κιλίτζ Αρσλάν Β’, σε συνθηκολόγηση.

Ο σουλτάνος όμως χρησιμοποίησε την ανάπαυλα για να νικήσει τους δυναστικούς του αντιπάλους και να υποτάξει το εμιράτο των Δανισμενδιδών, μεγαλώνοντας τα εδάφη του και σταθεροποιώντας την εξουσία του. Το 1176 ο Μανουήλ εξεστράτευσε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον του, όμως αιφνιδιάστηκε στα στενά του Μυριοκεφάλου και υπέστη μεγάλη καταστροφή.

Διαβάστε περισσότερα στην πηγή:

Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου

Το Μεσολόγγι κήρυξε την Επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821. Η πρώτη πολιορκία του ξεκινά στις 25 Οκτωβρίου 1822 και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1822 με σημαντικές απώλειες του εχθρού σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Στις 15 Απριλίου 1825 αρχίζει η δεύτερη πολιορκία από τον Κιουταχή και ύστερα από ασφυκτική πολιορκία ενός έτους και μπροστά στον κίνδυνο της ατιμωτικής σκλαβιάς και του θανάτου από λιμό, αποφασίζεται η Έξοδος της Φρουράς τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826. Από τα 10.500 περίπου άτομα που βρίσκονταν τότε στο Μεσολόγγι, οι 3.500 ήταν οπλοφόροι και ελάχιστοι απ’ αυτούς σώθηκαν ξεφεύγοντας από τον τουρκικό κλοιό μετά την προδοσία του σχεδίου τους. Γυναικόπαιδα και γέροι που δεν μπορούσαν να πολεμήσουν και έμειναν στην πόλη κλείστηκαν στις μπαρουταποθήκες με τον Καψάλη και τον Δεσπότη Ιωσήφ και βάζοντας φωτιά στο μπαρούτι ολοκλήρωσαν τη θυσία του Μεσολογγίου.

Η νύχτα της Εξόδου θα μείνει για πάντα στην ιστορία σαν σύμβολο εθελούσιας θυσίας στο βωμό της Ελευθερίας.

Η νύχτα αυτή είναι μία από τις ιστορικότερες για την ανθρωπότητα. Το Μεσολόγγι συμβολίζει από τότε την ελευθερία και τον ηρωισμό και έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης πολλών μεγάλων δημιουργών απ’ όλον τον κόσμο (Βύρωνας, Γκαίτε, Ουγκώ, Ντελακρουά, Ντελανσάκ). Εκεί, άφησε την τελευταία τoυ πνoή o Λόρδoς Βύρων πρoσφέρoντας σημαντικές υπηρεσίες στoν Αγώνα των «Ελευθέρων Πoλιoρκημένων».

Λεπτομέρειες για τη δωδεκάμηνη πολιορκία αντλούνται κυρίως από απομνημονευματογράφους. Βεβαίως και από τα έγγραφα, και ειδικά από την «Aλληλογραφία Φρουράς Mεσολογγίου 1825-26» (ένα «σώμα» από τέσσερις περίπου εκατοντάδες κείμενα, που εκδόθηκαν συγκεντρωμένα το 1963).

«Εσφαξαν ένα γαϊδουράκι…»

Πρώτη πηγή είναι ο N. Kασομούλης (1792-1872). O 29χρονος τότε αγωνιστής μετά την επαναστατική του δράση στη Δ. Mακεδονία, βρίσκεται στο πολιορκημένο Mεσολόγγι. Nα υπενθυμίσουμε ότι ανάμεσα στις 2.701 χειρόγραφες σελίδες, που συγκρότησαν τα τρίτομα «Στρατιωτικά ενθυμήματά» του, που εξέδωσε το 1939 ο Γ. Bλαχογιάννης, βρίσκεται και η απόφαση της Eξόδου. Oταν οι οπλαρχηγοί πήραν την ηρωική απόφαση ομοφώνως «… θεωρούντες ότι εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν…», τη συνέταξε ο εγγράμματος επίσκοπος Pωγών Iωσήφ και την υπαγόρευσε στον Kασομούλη.

«Aπό τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς νά υστερούνται τό ψωμί. Mία Mεσολογγίτισσα, ήτις περιέθαλπεν ασθενή καί τόν αυτάδελφόν μου Mήτρον, ετελείωσεν τήν θροφήν της, καί μυστικά, μαζύ μέ δύο φαμελλιαίς Mεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι πού τό έφαγαν. Tαίς ηύρα οπού έτρωγαν. Eρώτησα πού ηύραν τό κρέας, καί τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι. Mία συντροφιά στρατιωτών Kραβαριτών είχεν έναν σκύλον καί, κρυφά καί αυτοί, τόν έσφαξαν καί τόν μαγείρευσαν. Eμαθητεύθη καί τούτο. Hμέραν παρ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν καί η πρόληψις καί όλα τού να τρώγουν ακάθαρτα, καί άρχισαν αναφανδόν πλέον νά σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια καί ακόμη νά τά πωλούν μιά λίρα τήν οκά οι ιδιοκτήται των καί πού να προφθάσουν: Tρείς ημέραις επέρασαν καί ετελείωσαν καί αυτά τά ζώα… Aρχίσαμεν, περί τάς 15 Mαρτίου, ταίς πικραλήθραις, χορτάρι τής θαλάσσης. Tό εβράζομεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, καί τό ετρώγαμε μέ ξείδι καί λάδι ωσάν σαλάτα, αλλά καί μέ ζουμί από καβούρους ανακατωμένον καί τούτο. Eδόθησαν καί εις τούς ποντικούς, πλήν ήταν ευτυχής όστις εδύνατο νά πιάση έναν. Bατράχους δέν είχαμε κατά δυστυχίαν..».


«Πολλοί επροτίμησαν να ταφώσιν υπό τα ερείπια»

Δεύτερη «ζωντανή» πηγή είναι ο Aρτέμιος Mίχος (1803-1873). O Γιαννιώτης αγωνιστής βρέθηκε στο πολιορκημένο Mεσολόγγι από τον Aπρίλιο του 1825 μέχρι τον επόμενο Iανουάριο. Kρατούσε ημερολογιακές σημειώσεις, τις οποίες και δημοσίευσε με τον τίτλο «Σύντομος περιγραφή εν είδει ημερολογίου των αξιολογοτέρων συμβάντων της B Πολιορκίας του Mεσολογγίου, αρχομένη από 12ης Aπριλίου 1825 και λήγουσα την 25η Iανουαρίου 1826». Στο δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «Tα κατά την πολιορκίαν του Mεσολογγίου αφ ης εποχής, ένεκα των περιστάσεων, έπαυσεν εκδιδομένη η εφημερίς Tα Eλληνικά Xρονικά», εκθέτει και τα γεγονότα της Eξόδου.

«Kανονισθέντος του σχεδίου της εξόδου έκαστος απήλθεν εις την θέσιν του και ήρχισαν αι της εξόδου προπαρασκευαί μεθ όλης της ησυχίας, αλλά και μεθ όλης της δραστηριότητος. Mετ αγαλλιάσεως δε έβλεπε τις εις τα πρόσωπα της ηρωικής εκείνης φρουράς ζωγραφισμένον το θάρρος, την απόφασιν και την πεποίθησιν εις την βοήθειαν του θεού περί της επιτυχίας του μεγάλου έργου το οποίον ετοιμάζοντο να επιχειρήσωσιν. Yπήρχον τότε εν τω φρουρίω έως 300 ασθενείς και πληγωμένοι. Πολλοί εκ τούτων, επροτίμησαν να ταφώσιν υπό τα ερείπια της ενδόξου πόλεως και ούτω οχυρωθέντες εις τας ισχυροτέρας οικίας να πωλήσωσιν ακριβά το αίμα των…».

«Επέσαμεν εις τα περιχαρακώματα»

Eπιστολή Nότη Μπότσαρη, Kίτσου Tζαβέλα, Φωτοματα, Δ. Mακρή κ.ά. οπλαρχηγών προς την κυβέρνηση δύο μέρες μετά την Eξοδο.

«Mε την ελπίδα να μας καταφθάσουν τα καράβια και να μας μπάσουν ζαερέν (εφόδια και τροφές) εφθάσαμεν εις την αθλιοτάτην κατάστασιν… Tα καράβια δε τα ελληνικά μίαν φοράν εφάνησαν εις τον λιμένα μας και επειδή ήταν ολίγα, όχι (μόνον) δεν έβλαψαν τον εχθρόν, αλλά και εδιώχθησαν. Kαι επεριμέναμεν οκτώ ημέρας τρώγοντες θαλάσσια χόρτα και πλέον δεν τα ματαείδαμεν. Eφθασε να πεθαίνουν και από εκατόν πενήντα την ημέραν.Δια να μην χαθεί όμως με την ολότητα το στρατιωτικόν, απεφασίσαμεν να εβγούμεν με έξοδον με τα σπαθιά εις τα χείρας, να εβγάλωμεν και όλον το αδύνατον μέρος και όποιος γλυτώσει, πράγμα οπού δεν έγινε ποτέ εις τον κόσμον. Λοιπόν εις τα 10 του παρόντος, το βράδυ τα τρεις ώρας της νυκτός, εκάμαμεν την έξοδον, μέσον τα γεφύρια και επέσαμεν εις τα εχθρικά περιχαρακώματα… Eπλέχθημεν όμως εις τον κάμπον και πολεμούντες ετραβούμαν προς το βουνό. Eβάσταξεν ο πόλεμος εξ ώρας….».


«… Και τότε έδωσε πυρ»

Tρίτη πηγή είναι ο αγωνιστής Σπυρομήλιος (1800-1880). O αγωνιστής από τη Xιμάρα ήταν ένας από τους λίγους σπουδαγμένους στρατιωτικούς της επανάστασης (10 χρόνων είχε σταλεί στην Iταλία να σπουδάσει στρατιωτικά). Aπό το τέλος του 1825 μαχόταν στο Mεσολόγγι και τον Iανουάριο του 1826 ήταν μέλος της επιτροπής των πολιορκημένων που στάλθηκε στο Nαύπλιο για να ζητήσει ενισχύσεις από την κυβέρνηση. Eπέστρεψε από εκεί τις τελευταίες μέρες της πολιορκίας, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να μπει στην πόλη. Παρακολουθούσε την Eξοδο από «το όρος Πεταλά, απ όπου φαίνεται το Mεσολόγγιον». Στα απομνημονεύματά του με τον τίτλο το «Xρονικό του Mεσολογγίου 1825-1826» παραθέτει πληροφορίες από «εξοδίτες».

«Eίδομεν ότι εκαίοντο όλαι αι γύρωθεν του φρουρίου καλύβαι της φρουράς. Πόλεμος εκ μέρους του στολίσκου εις Aνεμόμυλον, πόλεμος ηκούετο εις διάφορα μέρη της πόλεως και τα τουρκικά κανονοστάσια εκανονοβόλουν προς την πόλιν. Tαύτα μας έδιδον να καταλάβωμεν ότι έπεσε το Mεσολόγγιον, ότι οι Tούρκοι εκυρίευσαν το φρούριον κι ότι οι Eλληνες κατέφυγον εις τινα οσπίτια και αντέχουν διά να αποθάνουν πολεμώντας… Eν τοσούτω εντός της πόλεως ο πόλεμος διήρκεσεν τρεις ημέρας. Eπολέμουν εις τα οσπίτια έως ότου είχον πολεμοφόδια και όταν τα ετελείωσαν έδιδον πυρ εις το οσπίτιον και εκαίοντο. O Xρήστος Kαψάλης έβγαζεν τας γυναίκας εις τα παράθυρα διά να τας ιδώσιν οι Tούρκοι και εκ τούτων να παρακινηθώσιν να έμβουν. Aφησεν ούτως ώστ εσυνάχθησαν πλήθος Tούρκων και τότε έδωσε πυρ εις την πυριτααποθήκην, οπού ήσαν τεσσαράκοντα κιβώτια πυρίτιδας και ούτως απέθανεν ενδόξως και αυτός, έσωσεν από την αιχμαλωσίαν και την ατιμίαν τόσας ψυχάς, συνεπιφέρων τον θάνατον και εις πλήθος Tούρκων… Oύτως έπεσε το Mεσολόγγιον μετά δωδεκάμηνον στενήν πολιορκίαν».

Αποσπάσματα εγγράφων από άρθρο του Τάκη Κατσιμάρδου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ημερησία» 8/4/2006

πηγή: https://ellas2.wordpress.com/2024/04/10/%ce%b7-%ce%b7%cf%81%cf%89%cf%8a%ce%ba%ce%ae-%ce%ad%ce%be%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bc%ce%b5%cf%83%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b3%ce%af%ce%bf%cf%85-3/

24 Απριλίου 1821 : Ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανασίου Διάκου

Στις 24 Απριλίου 1821 έφυγε από τη ζωή ο Αθανάσιος Διάκος, ένας από τους πλέον ένδοξους ήρωες της Επανάστασης του 1821, το ατρόμητο παλικάρι που με το βασανιστικό τέλος του συγκλόνισε αλλά και συνήγειρε τους συμπατριώτες μας

Γεννημένος το 1788 ή το 1791 στην καρδιά της Ρούμελης ( στην Αρτοτίνα ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στην Άνω Μουσουνίτσα ), ανάμεσα στα Βαρδούσια, την Γκιώνα και την Οίτη, ο Αθανάσιος Γραμματικός (έτσι ονομαζόταν στην πραγματικότητα), γιος του Νικολάου Γραμματικού και εγγονός του αρματολού Αθανασίου Γραμματικού, έλαβε σε ηλικία δώδεκα ετών το μοναχικό σχήμα στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, πλησίον της Αρτοτίνας, και χειροτονήθηκε διάκονος ύστερα από μία πενταετία.

Η σύγκρουσή του με τους Τούρκους τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το ράσο και να καταφύγει στα βουνά.

Υπηρέτησε στη σωματοφυλακή του Αλή πασά και αποτέλεσε πρωτοπαλίκαρο του οπλαρχηγού Σκαλτσά και αργότερα του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Το 1820 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και οπλαρχηγός της Λιβαδειάς, την οποία απελευθέρωσε υψώνοντας στο κάστρο της τη σημαία της Επανάστασης.

Στο ξύλινο γεφύρι της Αλαμάνας, κοντά στις Θερμοπύλες, ο Αθανάσιος Διάκος και οι λιγοστοί άνδρες του αντιμετώπισαν την 23η Απριλίου του 1821 τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επιχειρώντας να παρεμποδίσουν τη διάβαση του ποταμού Σπερχειού από τις κατά πολύ υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις.

Ύστερα από ηρωική και άνιση μάχη, ο Αθανάσιος Διάκος συνελήφθη τραυματίας και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Λαμία, όπου γράφτηκε το τελευταίο, άκρως θλιβερό αλλά και άκρως τιμητικό, κεφάλαιο του σύντομου βίου του.

Η άρνηση του έλληνα οπλαρχηγού να αλλαξοπιστήσει και να συνεργαστεί με τον εχθρό είχε ως αποτέλεσμα την παραδειγματική τιμωρία και το μαρτυρικό θάνατό του, διά ανασκολοπισμού και επί πασσάλου.

πηγή:

24 Απριλίου 1915, Γενοκτονία των Αρμενίων 

Γενοκτονία Αρμενίων: Πώς οργανώθηκε από την Τουρκία ο αφανισμός τους

Αρμένιοι άμαχοι, οδηγούμενοι από ένοπλους Οθωμανούς στρατιώτες, περνώντας μέσα από το Χαρπούτ (Kharpert), σε μια φυλακή στην κοντινή Μεζιρέχ (Mezireh) σημερινή Ελαζίκ (Elazig), Απρίλιος 1915

Στοιχεία και μαρτυρίες για τη Γενοκτονία των Αρμενίων που ξεκίνησε στις 24 Απριλίου 1915

Η24η Απριλίου είναι η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Αρμενίων.

Την ημέρα αυτή τιμάμαι την μνήμη 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων που σφαγιάστηκαν ή εξαναγκάσθηκαν σε θάνατο από λιμό και σωματική, που βιάστηκαν και βασανίστηκαν από το το τουρκικό κράτος το 1915.

Ως έναρξη της γενοκτονίας των Αρμενίων καταγράφεται ιστορικά η φυλάκιση, η απέλαση και ο απαγχονισμός εκατοντάδων Αρμενίων της Κωνσταντινούπουλης στις 24 Απριλίου 1915.

Μόλις 13 χρόνια αργότερα, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 5ης Απριλίου 1928 δημοσιεύει τη μαρτυρία του στρατηγού Πομιανκόφσκυ, στρατιωτικού ακολούθου της Αυστροουγγαρίας στην Τουρκία.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 5.3.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η έναρξη

«Με τας πρώτας ειδήσεις περί των λιποτακτικών κρουσμάτων και των ανταρσιών των Αρμενίων η τουρκική κυβέρνησις διέταξε τον αφοπλισμόν όλων των εν τω τουρκικών στρατεύματι υπηρετούντων Αρμενίων, Ελλήνων και εν γένει χριστιανών, και την συγκρότησίν των εις εργατικά και μεταφορικά τάγματα.

»Μόνον μετά την νίκη εναντίον του ηνωμένου αγγλογαλλικού στόλου εις τα Δαρδανέλλια (σ.σ. Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) εδόθη η μυστική διαταγή της μεταφοράς όλων των εν Μικρασία εγκατεστημένων Αρμενίων προς την Βόρειον Αραβίαν και την Μεσοποταμίαν εις τας περιοχάς της ερήμου παρά τον Ευφράτην.

»Η εφαρμογή της βαρβάρου αυτής διαταγής ισοδυνάμει εν τη πραγματικότητι προς την εξαφάνισιν της εν Μικρασία αρμενικής εθνότητος.

«Κατ’ Απρίλιον ήρχισαν αι οργανωμέναι σφαγαί εναντίον των μαχίμων Αρμενίων, προς εξουδετέρωσιν πάσης αντιστάσεως. Μετά ταύτα μέχρι φθινοπώρου του 1915 όλοι οι Αρμένιοι, ανεξαρτήτως γένους και ηλικίας εξεδιώχθησαν των εστιών των, και υπό την συνοδείαν Τούρκων χωροφυλάκων ωδηγήθησαν προς νότον.

Ρώσοι στρατιώτες πάνω από κρανία και οστά Αρμενίων σε χωρίο που αφανίστηκε από τούρκους στρατιώτες και ατάκτους

Πορείες θανάτου

»Καθ’ οδόν οι νεώτεροι άνδρες κατεσφάζοντο, και αι ευειδείς Αρμενίδες ωδηγούντο διά της βίας εις τα χαρέμια. Όσοι απέμειναν, απέθνησκον από τας στερήσεις και τα μαρτύρια καθ’ οδόν.

»Μόνον ελάχιστα υπολείμματα έφθασαν εις τον Ευφράτην, όπου εγκαταλειφθέντα εις την τύχην των, αποδεκατίσθησαν.

»Εν εκατομμύριον Αρμενίων εξωντώθη με τον βάρβαρον αυτόν τρόπον. Δεδομένου δε ότι οι εν Μικρασία Αρμένιοι δεν υπερέβαινον το εν εκατομμύριον διακοσίας χιλιάδας, δικαίως εκαυχήθη περί τα τέλη του 1915 ο Ταλαάτ (σ.σ. πολιτικός, επικεφαλής των Νεότουρκων) ότι το αρμενικόν ζήτημα είχε πλέον λυθή και δεν υφίστατο εν Τουρκία.

(…)

Οι περιουσίες τους

»Δεδομένου ότι εις τους εκδιωκομένους Αρμενίους επετρέπετο να λαμβάνουν μεθ’ αυτών ελάχιστον μόνον μέρος της περιουσίας των, συνεστήθησαν εκτιμητικαί επιτροπαί προς εκκαθάρισιν των εγκαταλελειμμένων περιουσιών, το εκ της ρευστοποιήσεως των οποίων προϊόν θ’ απεστέλλετο προς τους δικαιούχους.

»Η δράσις όμως των εκτιμητικών περιουσιών υπήρξεν αληθής κωμωδία. Οι περισσότεροι των δικαιούχων Αρμενίων, κατά προτίμησιν οι πλουσιώτεροι, κατεσφάζοντο, και διά κωμικών πλειστηριασμών η περιουσία των περιήρχετο αντί ευτελούς αποζημιώσεως εις τους εξασκούντας επιρροήν Μωαμεθανούς.

Μυστικότητα

»Η εξόντωσις των Αρμενίων ετηρήθη τόσον μυστική, ώστε η αυστροουγγρική πρεσβεία ως και αι άλλαι ξέναι αντιπροσωπείαι εν Κωνσταντινουπόλει μόλις περί τα τέλη του 1915 έμαθαν κάτι περί αυτών, εις εποχήν δηλαδή καθ’ ας είχον ήδη προοδεύσει αι εκδιώξεις των Αρμενίων εκ των εστίων των.

»Ό,τι ηκούσαμεν ήσαν μόνον ωχραί λεπτομέρειαι. Την τρομοκρατικήν αλήθειαν εις όλην την τραγικήν της έκτασιν μόνον βαθμηδόν και κατ’ ολίγον την επληροφορήθημεν.

Σοροί νεκρών Αρμενίων, στο πλάι επαρχιακού δρόμου. Ένα τραγικό αλλά σύνηθες θέαμα στην Τουρκία του 1915.

Εκδίκηση

«Βραδύτερον μετά τον πόλεμον (σ.σ. τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Αρμένιοι εδολοφόνησαν τους πρωτεργάτας των εξοντώσεων των ομοεθών των, τον Ταλαάτ εν Βερολίνω, τον Ντζεμάλ πασά εις την Τυφλίδα και τον εμμέσεως μόνον ευθυνότερον μέγαν βεζύρην Σαΐντ Χαλίλ πασά εν Ρώμη. Ήτο η μόνη εκδίκησις της αποδεκατισθείσης ατυχούς φυλής των».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.10.2006, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Βιαιότητες

Ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φίσκ, που έζησε για πολλές δεκαετίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής έγραψε σε άρθρο του στον Independent, που αναδημοσιεύτηκε στο «ΒΗΜΑ» της 18ης Οκτωβρίου 2006.

«Οι Αρμένιοι θανατώθηκαν με μαχαίρια, ξίφη, σφυριά και τσεκούρια για εξοικονόμηση πυρομαχικών. Ερρίφθησαν μαζικά στη Μαύρη Θάλασσα και στον Ευφράτη ποταμό, ο οποιός ξεχείλισε τόσο από τα πτώματα γυναικών και παιδιών που άλλαξε ρουν.

»Ο Νταντριάν (σ.σ. Βαάκν Νταντριάν, αρμένιος ιστορικός) που μιλάει και διαβάζει τα τουρκικά με ευχέρεια, ανακάλυψε ότι παράλληλα δεκάδες χιλιάδες Αρμένιοι κάηκαν ζωντανοί σε αχυρώνες.

»Με έγγραφη κατάθεση το τουρκικό Στρατοδικείο άσκησε επιφανειακές διώξεις στους δολοφόνους μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο στρατηγός Μεχμέτ Βεχίπ Πασά πιστοποιούσε ότι, όταν επισκέφθηκε το αρμενικό χωριό βρήκε σπίτια- αποθήκες για καμένους ανθρώπινους σκελετούς, τόσο στριμωγμένους που στέκονται σχεδόν όρθιοι, και σχολίασε ότι “σε όλη την ιστορία του Ισλάμ δεν μπορεί κανείς να βρει παρόμοια αγριότητα”.

Γνώριζαν όλοι

»Το αρμενικό Ολοκαύτωμα είναι γνωστό στον τουρκικό λαό από το 1918. Εκατομμύρια μουσουλμάνοι Τούρκοι έγιναν μάρτυρες των μαζικών απελάσεων των Αρμενίων (μερικοί μάλιστα με θάρρος προστάτευσαν γείτονες και φίλους με κίνδυνο της ζωής τους), ενώ ο εκλεγμένος πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και υποστηρικτής της Τουρκικής Νεότητας που διέπραξε τη γενοκτονία, Αχμέντ Ριζά, ανέφερε σε ομιλία του στις 19 Οκτωβρίου 1918: “Ας δούμε την πραγματικότητα, εμείς οι Τούρκοι εξολοθρεύσαμε άγρια τους Αρμένιους”.

Διαταγές ναζιστικού χαρακτήρα

»Ο Νταντριάν επίσης εστιάζει σε δύο διαταγές ναζιστικού χαρακτήρα που δόθηκαν από τον τούρκο υπουργό Εσωτερικών Ταλάτ Πασά.

»Η πρώτη έκανε λόγο για προμήθεια τροφίμων και προστασία των Αρμενίων που θα απελαύνονταν, ενώ παράλληλα δινόνταν η εντολή στους τούρκους αξιωματικούς να “υλοποιήσουν την αποστολή τους” μόλις οι νηοπομπές βρίσκονταν μακριά από τις πόλεις, ώστε να μην υπάρχουν μάρτυρες των μαζικών δολοφονιών.

»Ο τούρκος γερουσιαστής Ρεσίντ Ακίφ Πασά κατέθεσε στις 19 Νοεμβρίου 1918 ότι “η ‘αποστολή’ ήταν να επιτεθούμε στα καραβάνια και να εξολοθρεύσουμε τον πληθυσμό…Ντρέπομαι ως μουσουλμάνος, ντρέπομαι ως οθωμανός πολιτικός. Τι σπίλος για την Οθωμανική Αυτοκρατορία αυτοί οι εγκληματίες…”».

»Πόσο εκπληκτικό ήταν οι τούρκοι αξιωματούχοι να εκφράζουν τέτοιες αλήθειες το 1918, να παραδέχονται στο τουρκικό κοινοβούλιο τη γενοκτονία των Αρμενίων και να διαβάζουν κύρια άρθρα στις εφημερίδες της χώρας για αυτά τα εγκλήματα!

»Και πόσο ακόμη πιο εκπληκτικό είναι οι σύγχρονοι διάδοχοί τους να μυθοποιούν όλα αυτά και να απειλούν με ποινικές διώξεις για “δυσφήμηση” των Τούρκων, σύμφωνα με τον Νόμο 301, όλους εκείνους που το 1918 παραδέχθηκαν τη γενοκτονία…»

πηγη:

23 Απριλίου 1827 – Ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη

Στις 23 Απριλίου 1827 μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα…

Στις 23 Απριλίου 1827 μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα, που δέχτηκε την προηγούμενη μέρα, ανήμερα της γιορτής του. 

Ο μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας αν και ήξερε ότι αυτή τη φορά η πληγή του θα τον οδηγούσε στον θάνατο, γύρισε ιππεύοντας στο στρατόπεδό του και εκεί ξάπλωσε.

Αποχαιρέτησε τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι και αυτοί τον χαιρετούν με δάκρυα στα μάτια. Ο Χατζηπέτρος τού έκλεισε τά μάτια και όλοι οι Έλληνες τον έκλαψαν και τον πένθησαν, όπως πένθησαν τόν ήρωα τού Καρπενησίου Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος τον κάλεσε κοντά του στο Πάνθεον των Ηρώων. Άλλωστε τέτοιο θάνατο είχε ζητήσει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης από τήν Παναγιά τήν Προυσιώτισσα. («Άμποτε ήρωα Μάρκο, καί γώ από τέτοιο βόλι νά πάω!»)

Πριν αφήσει την τελευταία του πτοή μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και έγραψε τη διαθήκη του:

Ο Θάνατός του

Όταν ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Καραίσκάκη.

Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων», Κόχραν μαζί με τον Τσορτς, «διευθυντή χερσαίων δυνάμεων» προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την βέβαια έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Αυτό οδήγησε τον Καραϊσκάκη να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιμαχίες άσκοπους και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εμπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισμούς των Τούρκων.

Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».

Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.

Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσορτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.

Εκδοχές για τον θάνατό του

Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».

Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».

Η «Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών» έχει εκδώσει τ’ απομνημονεύματα του Κύπριου αγωνιστή, που πολέμησε ο ίδιος δίπλα στον Καραϊσκάκη, Ιωάννη Σταυριανού, «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία». Στο έργο του περιγράφει την προσωπική του δράση κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 δίδοντας πλήθος στοιχείων για τα γεγονότα της εποχής. Όμως η σημαντικότερη μαρτυρία του Σταυριανού αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία:

«Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.

– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.

– Πως πως τον απαντώ.

– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!

– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.

Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών, και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: “Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον”. Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον…».

Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Σταυριανός δεν ανήκε σε καμία πολιτική ή άλλους είδους παράταξη και δεν επεδίωκε κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς γράφοντας αυτά. Σε μία παρόμοια αναφορά με τα γραφόμενα του Σταυριανού αναφέρεται και ο Σπύρος Αντωνιάδης για την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Ο Κασομούλης τέλος ομιλεί για έναν παπά, που του εξομολογήθηκε ότι ένας στρατιώτης του σώματος του Κίτσου Τζαβέλα ο Κώστας Στράτης ενώ έστρεφε να πυροβολήσει τους Τούρκους πλήγωσε κατά λάθος τον Καραϊσκάκη.

Ο επικήδειος λόγος από τον Γεώργιο Αἰνιάν

(αδερφός του Δημήτριου Αινιάν, γραμματέα και βιογράφου του Καραϊσκάκη)

 Τί εἶναι αὐτὴ ἡ σκυθρωπότης ὅπου εἶναι ἐζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπά σας; τί σημαίνουν αὐτοὶ οἱ διακεκομμένοι ἦχοι τῆς βαρυφθόγγου καμπάνας καὶ αὐταὶ αἱ μελαναὶ καὶ πένθιμοι στολαὶ εἰς τοὺς δρόμους; τί τρέχουν τεθορυβημένοι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά; Ὁ Καραϊσκάκης ἀπέθανε. Τοῦτο ἦταν ἡ θλίψις τῶν ἀνδρῶν, τοῦτο ὁ ὀδυρμὸς τῶν γυναικῶν, τοῦτο ὁ στεναγμὸς τῶν μικρῶν παιδίων, τοῦτο τὸ κοινὸν πένθος τῶν Ἑλλήνων.
Δίκαιον ἔχει ὁ λαὸς νὰ κάμῃ νὰ ἀντηχῇ εἰς τὴν πόλιν τῆς Σαλαμῖνος θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς• δίκαιον εἶναι νὰ κλαίῃ ἡ Ἑλλὰς ὡς ἄλλη Ραχὴλ τὸ τέκνον της, τὸν γνήσιον υἱόν της, ἐπειδή, δὲν ἔχει πολλοὺς τούτους κάρρονας.
Ὁ ἀξιοθαύμαστος οὗτος ἀνὴρ -ἀποσιωπῶμεν τὰς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπισήμους ἀνδραγαθίας του-, μόλις εἶδεν ἠνεωγμένον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας τὸ στάδιον, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπτόητος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀθλητὴς διὰ νὰ ἐπιθέσῃ νέας δάφνας εἰς τὴν ἔνδοξον κεφαλήν του• μαρτυροῦσι τὰ στρατεύματα τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, οἱ συναγωνισταί του, μαρτυροῦσιν αἱ πεδιάδες, ραντιζόμεναι ἀπὸ τὸ αἷμα του, τῆς Ἀμφιλοχίας, μαρτυρεῖ τὸ σῶμα του σκεπασμένον ἀπὸ ἐνδόξους πληγὰς τὴν ὑπερθαύμαστον ἀνδρείαν του.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, καὶ ὅσα πέρυσιν ἠγωνίσατο ἔξωθεν τῆς κλεινῆς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου πετῶν ὡς ταχύπτερος ἀετὸς πότε εἰς τὴν Αἰτωλίαν καὶ πότε εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, συγκρινόμενα μὲ ὅσα ἡ ἀνήκουστος εὐτολμία του, ἡ ἀκροτάτη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀκούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τοῦτο τὸ ἔτος εἰς ὅλην τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰ πέριξ τῶν Ἀθηνῶν;
Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, καὶ μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν πτῶσιν ἔπεσεν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλάς, καὶ ὁ ἐχθρὸς παρερχόμενος κατήντησεν τελευταῖον εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῆς κλεινῆς καὶ ἐνδόξου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν• ὅλα τὰ στρατεύματα γυμνωμένα καὶ ἀπὸ ἐσχάτην ἀπορίαν ταλαιπωρούμενα ἐστέναζον εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Ναυπλίου, καὶ δὲν εἶχον ἄλλην ἐλπίδα, εἰμὴ τὸν θάνατον.
Γενναῖοι ἥρωες, ὅσοι τὸν ἠκολουθήσατε εἰς τὴν πρώτην ἀπὸ Ναυπλίου ἐκστρατείαν του• με σᾶς κατέβαλε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς συστάσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἐπαπειλεῖ σήμερον τὸν βάρβαρον ἐχθρόν μας, καὶ ὑπόσχεται βεβαίως τὴν σωτηρίαν τῆς Ἀκροπόλεως.
Ἄνδρες ἄξιοι τοῦ κλέους τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐλπίδων τῆς πατρίδος, ὑπεσχέθησαν νὰ διατηρήσωσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ ἱερὸν κειμήλιον τῆς πατρίδος, τὴν σεβαστὴν Ἀκρόπολιν, καὶ ὁ μεγαλοπράγμων ἀρχηγὸς πετᾶ ὡς ταχύπτερος ἀετὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα συντρίβει φάλαγγας τρομερὰς βαρβάρων, διασπείρει πανταχοῦ τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, ἐγείρει πύργους ἀπὸ κρανία, ἐλευθερώνει τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τὴν καθιστᾶ τρομεράν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τέλος ἐπιστρέφει νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν δόξαν μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς περιφανοῦς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.
Ἀλλ’ ἐν μέσῳ τῶν λαμπρῶν ἀγώνων, ἐν ὧ κατεδαπάνα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς διάταξιν πάντων τῶν συντελούντων εἰς τὸν πόλεμον ἔδιδε πρῶτος τῆς ἀνδρείας καὶ εὐτολμίας τὸ παράδειγμα, καταφρονῶν τὸν θάνατον, καὶ πηδῶν ἐπάνω εἰς τὰ χαρακώματα τῶν ἐχθρῶν εἶπεν: ἂς σταθῶ μίαν στιγμήν, καὶ ἂς ἀφήσω νὰ τρέξουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων.
Ἀθάνατε Καραϊσκάκη! Σὺ μεταβαίνεις ἐνδόξως εἰς μίαν ἂλλην εὐδαιμονεστέραν ζωὴν διὰ νὰ στεφανωθῆς δι’ ὅσα ἀθῶα πλάσματα διέσωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ• αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων Ἑλλήλων θέλει σὲ ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐδὲμ μὲ λαμπροτέραν ὑποδοχὴν ἀπὸ ὅ,τι σήμερον κάμουσι εἰς τὴν Σαλαμῖνα οἱ ζῶντες Ἕλληνες. Μεγάλοι ἄνδρες, περίφημοι εἰς τὰ σοφὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης, μάρτυρες αὐτόπται τῶν ἡρωικῶν ἀκαμάτων ἀγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τὸν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐχύθη ἐνδόξως τὸ αἷμα σου ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ἐβάφη ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων μὲ τόσων ἡρώων αἵματα.
Ἀλλ’ ἡμεῖς πῶς νὰ παρηγορήσωμεν τὴν στέρησίν σου ; πῶς νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἀνδρείαν σου, τὴν δραστηριότητά σου ; τὴν ἀοκνίαν σου, καὶ τὴν ἄκραν σου φιλοτιμίαν εἰς τοῦ φρουρίου τὴν ἀπολύτρωσιν; Λυπηρὰ στέρησις, ὀδυνηρὸς χωρισμὸς.
Μ’ὅλον τοῦτο δὲν ἀπελπιζόμεθα Ἕλληνες, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειλιάσωμεν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀθανάτου τούτου ἥρωος, ὅταν μάθῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅτι δὲν ἠθελήσαμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν καρτερίαν καὶ γενναιότητα, θέλει λυπηθῆ, θέλει μᾶς ὀνειδίσει πικρῶς, ἐὰν δὲν σταθῶμεν ἱκανοὶ νὰ ἐκτελέσωμεν ἐκεῖνο τὸ μέγα ἐπιχείρημα ποὺ ἐπιχειρίσθηκε.
Ἔχομεν μεγάλους ἄνδρας ὅπου μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὰς κινήσεις, μᾶς συμβουλεύουν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ πρόθυμοι συναγωνισταὶ εἰς τὸν ἔνδοξόν μας ἀγῶνα, θέλει ἐπιμένουν μετὰ γενναιότητος ἄκρας ὅπως ἰδῶσι τὴν τελείαν καταστροφὴν τῶν βαρβάρων τυράννων μας, καὶ ἡμεῖς ἐν τοσοῦτῳ εὐγνώμονες εἰς τοὺς γενναίους ὑπὲρ πατρίδος ἀγωνιζόμένους, καθὼς καθιερώσαμεν καὶ ἄλλοτε τὴν μνήμην τοσούτων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, ἃς ἐπισφραγίσωμεν καὶ τοῦ ἐνδόξως ἤδη ἀποθανόντος ἥρωος τὸ ἐπιτάφιον μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας εὐχήν:
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιοσέβαστε Ἀρχηγέ!

Ψήφισμα της Γ’ Eθνικής Συνελεύσεως για τον θάνατο του Καραϊσκάκη:

 «Προς τον εξοχώτατον Α’ Στόλαρχον, προς τον εξοχώτατον Άρχιστράτηγον και προς τους γενναιότατους οπλαρχηγούς και στρατιώτας τους συγκροτουντας το στρατόπεδον της Αττικής.
Tη 27 Απριλίου 1827
Η φιλτάτη ΙΙατρίς θρηνεί απαρηγόρητος, απωλέσασα το γνησιώτατoν τέκνον της, θρηνεί και κόπτεται στερηθείσα του θερμού προμάχου των ιερών της δικαίων, θρηνεί τον διαρρήξαντα, τας νέας αλύσεις της Στερεάς Ελλάδος, τον ένδοξον νικητή της Αραχώβης, τον εξολοθρευτή των τυράννων: θρηνεί τον αρείτολμον Γενικό Αρχηγό Καραϊσκάκην, όστις μαχόμενος υπέρ των κλεινών Αθηνών, έπεσεν ενδόξως και πνέων τα λοίσθια άλλο τι δεν, παρήγγειλε, παρά των Αθηνών την διάσωσην.
Ελλάς, πένθησον τον πολύτιμόν σου Καραϊσκάκην, Ελληνίδες! μαυρoφορέσατε δια τον υπερασπιστήν της τιμής σας! Φιλέλληνες! Έλληνες! στρατιώται, εμβριμήσατε δια τον ανδρείον συστpατιώτη σας και καταβρέχοντες την Ιεράν γην των κλεινών Αθηνών με τα καρδιοστάλακτα δάκρυά σας, εκδικηθείτε το αίμα του, τιμωρήσατε τους ασεβέστατους φονείς του και σώσατε τας Αθήνας.
Eυδαίμων Καραϊσκάκη! ορκισθείς να ζήσεις ή να αποθάνης, ελεύθερος, εφύλαξες τον ορκον σου, ως χρηστός πολίτης, ως ευσεβής χριστιανός, ως τίμιος άνθρωπος. Ως τοιούτον της ανεκτιμήτου Ελευθερίας μάρτυρα, ως αθλήσαντα και στεφανωθέντα με τας δάφνας της δόξης και της αθανασίας, Σε υπεδέχθησαν εις τα Ηλύσια πεδία προσμειδιώντες οι τpισόλβιοι εκείνoι ήρωες όσοι απέθανον διά τα δίκαια της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος.
Μεταξύ τούτων περιιπταμένη η ακτινοβόλος σκιά σου εις την αιωνίαν μακαριότητα, δέν ελησμόνησε τας Άθήνας, και ήδη επιφοιτώσα εις τας ομηγύρεις του Στολάρχoυ, του Αρχιστρατήγου, των Αρχηγων και των στρατιωτικών του στρατοπέδου της Αττικής, θεωρεί τα πoλεμικά και σωτηριώδη επιχειρήματά των και επικαλείται την εξ ύψους άντιληψιν, του υπέρτατου Βασιλέως δια να τους βοηθήση να σώσουν τας Αθήνας και την Ελλάδα εις δόξαν της Πίστεως και της Πατρίδος».

πηγή:

23 Απριλίου 1827 – Ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη – ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ – NEWS

https://www.kalavrytanews.com/2017/04/23-1827-o-thanatos-tou-georgiou-karaiskaki.html

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης ήταν Ελληνοκύπριος αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α., ήρωας της Κύπρου και ποιητής. Για τη δράση του συνελήφθη από τις βρετανικές δυνάμεις και εκτελέστηκε διά απαγχονισμού. Βικιπαίδεια

Πληροφορίες γέννησης: 26 Φεβρουαρίου 1938, Τσάδα, Κύπρος

Απεβίωσε: 14 Μαρτίου 1957

Τόπος ταφής: Φυλακισμένα Μνήματα, Λευκωσία, Κύπρος

Γονείς: Αφροδίτη ΠαλληκαρίδηςΜιλτιάδης Παλληκαρίδης

Αιτία θανάτου: απαγχονισμός

Συνθήκες θανάτου: θανατική ποινή

Θάνατος: 14 Μαρτίου 1957 (19 ετών); Λευκωσία

διαβάστε περισσότερα στην πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B1%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82

Παγκόσμια Ημέρα της γυναίκας: Τι γιορτάζουμε στις 8 Μαρτίου

Παγκόσμια Ημέρα της γυναίκας 2024: Τι γιορτάζουμε στις 8 Μαρτίου

Σήμερα, 8 Μαρτίου, όπως και κάθε χρόνο την συγκεκριμένη ημέρα, εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας (International Women’s Day) που αποτελεί ημέρα μνήμης των αγώνων των γυναικών για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους.

Για πρώτη φορά θεσπίστηκε το 1977 με απόφαση της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ με σκοπό την ανάδειξη των προβλημάτων των γυναικών, καθώς και την προώθηση των δικαιωμάτων τους.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη εορτή έχει τις ρίζες της στις απαρχές του 20ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας που τότε ονομαζόταν «Εθνική Ημέρα της Γυναίκας» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στις 28 Φεβρουαρίου 1909 στην Νέα Υόρκη με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, κατόπιν εισήγησης της Τερέζα Μαλκίελ, σε ανάμνηση μιας μεγάλης εκδήλωσης διαμαρτυρίας που έγινε στις 8 Μαρτίου 1857 από εργάτριες ενδυμάτων, οι οποίες ζητούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αρκετοί, βέβαια, ερευνητές δεν επιβεβαιώνουν το παραπάνω περιστατικό, θεωρώντας ότι πρόκειται για μύθο.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, η φεμινίστρια Αλεξάνδρα Κολλοντάι και ο Βλαντιμίρ Λένιν όρισαν την 8η Μαρτίου ως επίσημη αργία στη Σοβιετική Ένωση, αλλά συνέχισε να είναι εργάσιμη μέρα μέχρι το 1965.

Στις 8 Μαΐου 1965 με το διάταγμα του ΕΣΣΔ Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ, η Διεθνής Ημέρας της Γυναίκας κηρύχθηκε ως μη εργάσιμη ημέρα στην ΕΣΣΔ.

Το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης ακολούθησαν και άλλες κομμουνιστικές χώρες, όπως η Κίνα. Ειδικότερα, μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας την 1η Οκτωβρίου 1949, το Κρατικό Συμβούλιο κήρυξε την συγκεκριμένη ημέρα ως επίσημη αργία, με τις γυναίκες να δικαιούνται μισή ημέρα άδεια.

Τέλος, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και ΄70 η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος στη Δύση έδωσε νέα πνοή στην Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας με κύρια ζητούμενα την εξάλειψη των διακρίσεων και των στερεοτύπων κατά των γυναικών.

πηγή:

PIANIST FOR LIFE

An etude a day keeps the doctor away. Recommended by doctors worldwide.

yened.WordPress.com

ΚΑΘΑΡΑ και ΞΕΚΑΘΑΡΑ για: Πολιτική, Άμυνα, Οικονομία, Κοινωνία, Διπλωματία.

Απ'όλα (με sos)

Εδώ δεν πουλάμε σουβλάκια

Βελισάριος

Συζήτηση για την Στρατιωτική Ισχύ, υπό την ευρεία της έννοια, από την οπτική σκοπιά της Ελλάδος

marathon addict uk

The Highs and Lows of a Marathon Addict

Υπέρβαση

Όλη η αλήθεια για το τι μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος

Ακαδημία Ιστορικών Ευρωπαϊκών Πολεμικών Τεχνών

Εκπαίδευση στη χρήση αρχαίας, μεσαιωνικής και αναγεννησιακής σπαθασκίας, καθώς και εκπαίδευση στο μοντέρνο άθλημα της ξιφασκίας.

Βιβλιαράκι

Η προσωπική μου βιβλιοθήκη

MyDistanceLog

Έμψυχον και αεικίνητον

HelMilBooks

Hellenic Military Books

Panos Maltezos Blog

Μια διαδρομή ζωής